στιπποκογχιστής

στιπποκογχιστής
στιπποκογχιστής, οῦ, ,
A purple-dyer of tow, POxy.1943.3 (v A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στιπποκογχιστής — ὁ, Α βλ.στυπποκογχιστής …   Dictionary of Greek

  • στυπποκογχιστής — και στιπποκογχιστής, ὁ, Α αυτός που έβαφε χοντρά καννάβινα υφάσματα με πορφύρα ή με κοχύλια από τα οποία παραγόταν η πορφύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον + κογχιστής «βαφέας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”